Communiqué de l’École française d’Athènes – Décès de François Poplin

C’est avec beaucoup de tristesse que nous avons appris le décès de François Poplin, survenu le 20 avril 2024. Né en 1943, docteur en médecine vétérinaire et grand nom de l’archéozoologie, il avait dirigé l’UMR Archéozoologie – Archéobotanique, sociétés, pratiques, environnements du Muséum d’Histoire Naturelle de Paris. C’est lui qui, en 1976, avait introduit la notion de « nombre minimum d’individus de fréquence », fondamental pour quantifier les restes osseux et déterminer le nombre minimal d’individus inhumés.
Ses premiers contacts avec l’École française d’Athènes datent du début des années 1980, lorsqu’il est venu à Delphes pour étudier les astragales de l’Antre Corycien. Il a beaucoup travaillé sur plusieurs sites de l’École, notamment Delphes où il expertisa une partie du matériel issu de la fouille de l’aire du char des Rhodiens en identifiant un os de lion, découverte exceptionnelle en Grèce. À Thasos, il contribua de manière significative à l’interprétation de restes osseux appartenant à un bélier, un taureau et un porc répartis en deux tas, comme les vestiges d’une Trittoia, sacrifice spectaculaire réalisé pendant les prestations de serment qui n’était connu jusque-là que par les sources littéraires. Très actif en Grèce, il a également mené l’étude du matériel osseux trouvé à Maronée et des astragales d’Amphipolis. C’était un esprit d’une curiosité inlassable, établissant sans cesse des ponts entre des domaines de prime abord éloignés.

Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του François Poplin στις 20 Απριλίου 2024. Γεννημένος το 1943, διδάκτωρ κτηνιατρικής και ένα από τα μεγάλα ονόματα της αρχαιοζωολογίας, ήταν επικεφαλής της ερευνητικής μονάδας Αρχαιοζωολογίας – Αρχαιοβοτανικής, Κοινωνίες, Πρακτικές και Περιβάλλοντα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού. Ήταν αυτός που εισήγαγε, το 1976, την έννοια του « ελάχιστου αριθμού ατόμων », η οποία είναι θεμελιώδης για την ποσοτικοποίηση των οστών και τον προσδιορισμό του ελάχιστου αριθμού των ενταφιασμένων ατόμων.
Οι πρώτες επαφές του με την Γαλλική Σχολή Αθηνών χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ήρθε στους Δελφούς για να μελετήσει τους αστραγάλους από το Κωρύκειο Άντρο. Εργάστηκε εντατικά σε αρκετές από τις τοποθεσίες της Σχολής, ιδίως στους Δελφούς, όπου μελέτησε μέρος του υλικού από την ανασκαφή της περιοχής του άρματος των Ροδίων και όπου αναγνώρισε ένα οστό λιονταριού, σπάνιο εύρημα για την Ελλάδα. Στη Θάσο, συνέβαλε σημαντικά στην ερμηνεία των οστεοαρχαιολογικών καταλοίπων ενός κριού, ενός ταύρου και ενός χοίρου σε δύο σωρούς, ως λειψάνων μιας τριττοίας, μιας θεαματικής θυσίας που γινόταν κατά τη διάρκεια ορκωμοσιών και ήταν έως τότε γνωστή μόνο μέσα από λογοτεχνικές πηγές. Πολύ δραστήριος στην Ελλάδα, ηγήθηκε επίσης της μελέτης του οστεοαρχαιολογικού υλικού που βρέθηκε στη Μαρώνεια και των αστραγάλων από την Αμφίπολη. Ήταν ένα ακούραστο ερευνητικό πνεύμα, που έχτιζε διαρκώς γέφυρες μεταξύ τομέων που εκ πρώτης όψεως ήταν απομακρυσμένοι.