Συνομιλώντας με τη Φωτεινή Ζαφειροπούλου | Conversation avec Photeini Zapheiropoulou 

Συνομιλώντας με τη Φωτεινή Ζαφειροπούλου: Η δύναμη της επιμονής

Στον απόηχο των εορτασμών για την Παγκόσμια Ημέρα Δικαιωμάτων της Γυναίκας και της ημερίδας με θέμα Οι γυναίκες και τα αρχαιολογικά ιδρύματα στην Ελλάδα, δύο επιστημονικά μέλη της Γαλλικής Σχολής είχαν την τιμή να επισκεφτούν τη Φωτεινή Ζαφειροπούλου, σπουδαία μορφή της ελληνικής αρχαιολογίας, η οποία απεβίωσε στις 6 Απριλίου. Η επίτιμη Έφορος αρχαιοτήτων Κυκλάδων σε ηλικία 93 χρόνων, μας υποδέχτηκε στο σπίτι της στις 12/03 για την τελευταία της συνέντευξη και μας διηγήθηκε ιστορίες από την εμπειρία της ως αρχαιολόγο ανάμεσα στις δεκαετίες του 50’ και του 80’.

Conversation avec Photeini Zapheiropoulou : le pouvoir de la persévérance

En marge des célébrations de la Journée internationale de lutte pour les droits des femmes et de la journée d’étude sur Les femmes et les institutions de l’archéologie en Grèce, deux membres scientifiques de l’École française d’Athènes ont eu l’honneur de rendre visite à Photeini Zapheiropoulou, personnalité exceptionnelle de l’archéologie grecque, qui nous a quitté le 6 avril dernier. L’Éphore émérite des antiquités des Cyclades, âgée de 93 ans, nous a reçues chez elle le 12 mars pour son dernier entretien, partageant quelques souvenirs de son expérience d’archéologue des années 1950 à 1980.

Maguelone Bastide (EFA), Photeini Zapheiropoulou, Maria Noussis (EFA) | Οι Maguelone Bastide (EFA), Φωτεινή Ζαφειροπούλου και Μαρία Νούση (EFA) © EFA / E. Miari

Σε μια εποχή που η Αρχαιολογική Υπηρεσία και τα πανεπιστήμια ήταν στενά συνδεδεμένα, οι καθηγητές αρχαιολογίας ήταν εκείνοι που τα καλοκαίρια δούλευαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Από τα πρώτα κιόλας έτη η Φωτεινή πήγαινε και παρακολουθούσε ανασκαφές με τους συμφοιτητές της. Αργότερα, έκανε τη βοηθό σε όποια ανασκαφή υπήρχε ανάγκη: «Αν ήσουν καλός σε κράταγαν, αν δεν ήσουν καλός σε άφηναν να φύγεις». Οι αρχαιολόγοι εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστοι. Κατά αυτόν τον τρόπο συνεργάστηκε με τον Ν. Ζαφειρόπουλου, μετέπειτα σύζυγό της, ως βοηθός, και με τον Ν. Κοντολέοντα στην Τήνο.
Η γενιά της ήταν η πρώτη φουρνιά νεότερων αρχαιολόγων που κατόρθωσε να μπει στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, και μάλιστα με διαγωνισμό, ο οποίος άνοιξε εκ νέου μετά από διακοπή αρκετών χρόνων, λόγω του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και έπειτα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ομολόγησε ότι δεν είχε ποτέ φόβο ότι δεν θα κατάφερνε τελικά να δουλέψει στις εφορείες.
Η ευκαιρία που της δόθηκε να συνεργαστεί στενά με καθηγητές της όπως ο Ν. Κοντολέων, γέννησε μέσα της μεγάλο θαυμασμό προς το πρόσωπο και το έργο τους. Θυμόταν γελώντας τις ιδιοτροπίες του καθενός, όταν, ούσα ακόμα φοιτήτρια, τους ακολουθούσε στις ανασκαφές. Μετά την πρόσληψή της στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, έζησε για τρεισήμισι χρόνια στη βόρεια Ελλάδα, όπου σύμφωνα με τα λεγόμενα της, δεν υπήρχαν ακόμα οι κατάλληλες προϋποθέσεις στις εφορείες: «Οι εφορείες εκεί ήταν σκέτα γραφεία. Και μετά όταν μας πήρανε πέρασε ένα διάστημα για να καταλάβουμε κι εμείς και η εφορείες ποιοι ήμασταν».
Οι μετακινήσεις της συνεχίστηκαν αργότερα στην κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο και έπειτα στις Κυκλάδες, τον ευσεβή της πόθο ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια. «Μέσα στο έτος ήμουν πολύ λίγες μέρες στο σπίτι μου. Ήμουν συνέχεια εκτός Αθηνών» εξομολογείται.
Η Φωτεινή Ζαφειροπούλου κατάφερνε να υπερβαίνει τις δυσκολίες, διεξάγοντας τις έρευνές της σε δύσβατες και απομακρυσμένες περιοχές, άλλοτε κοντά στα σύνορα και άλλοτε σε ξεχασμένους οικισμούς των Κυκλάδων. Οι αλλαγές στο πολιτικό τοπίο με την έλευση της Χούντας και η εντατική τουριστική ανάπτυξη των Κυκλάδων από τη δεκαετία του ’60 δεν στάθηκαν εμπόδια ικανά να σταματήσουν το έργο της. Η αποφασιστικότητα του χαρακτήρα της και η καλή της διάθεση την έκαναν σεβαστή από όλους, ακόμα και όταν σε νεαρή ηλικία βρέθηκε μόνη σε ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα:
«Όταν με έστειλαν στην περιοχή Εύζωνοι, έξω από τη Θεσσαλονίκη, τότε είχε εκεί πραγματικούς ευζώνους και μου βγάλανε τραγούδι και με κοροϊδεύανε «η Φωτεινή στους ευζώνους». Εγώ εκεί πήγαινα αναγκαστικά γιατί ήταν αρχαιολογικός χώρος και εκείνοι με υποδέχονταν κάθε πρωί στεκόμενοι προσοχή. Αυτό έγινε μόλις διορίστηκα. Εγώ το διασκέδαζα, δεν τα πήρα ποτέ στραβά αυτά».
Η κληρονομιά που αφήνει πίσω της η Φωτεινή Ζαφειροπούλου είναι μεγάλη. Τόσο για την προσφορά της στην ελληνική αρχαιολογία και ιδιαίτερα των Κυκλάδων, αλλά κυρίως για το ήθος της, τη γνήσια αγάπη της για την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, το θάρρος και την επιμονή της έναντι στις προκλήσεις μιας εποχής, όπου το επάγγελμα του αρχαιολόγου ήταν δύσκολη υπόθεση όχι μόνο για τις γυναίκες, αλλά και για τους άνδρες.

À une époque où le Service archéologique et les Universités étaient étroitement liées, les Professeurs d’Université étaient souvent amenés à conduire les fouilles du Service archéologique en été. Dès ses premières années d’étude, Photeini a saisi l’occasion de participer à des chantiers impliquant des étudiants. Plus tard, elle a travaillé comme archéologue assistante là où le besoin s’en faisait sentir : « si tu travaillais bien on te gardait, sinon on te laissait partir ». Sur le terrain, les archéologues étaient en nombre limité. C’est ainsi, par son travail d’assistante, qu’elle a rencontré l’archéologue N. Zapheiropoulou, devenu plus tard son mari, et le Professeur N. Kontoléon à Tinos.
Sa génération a fait partie des premières à avoir pu entrer au Service archéologique, sur concours évidemment, rouvert après des années d’interruption liées au régime du 4 octobre et à la Seconde guerre mondiale. Personnellement, elle affirme n’avoir jamais craint de ne pas pouvoir entrer au Service archéologique.
En travaillant sur le terrain avec certains de ses Professeurs, comme N. Kontoléon, elle a conçu une certaine estime pour leur personnalité et leur œuvre. Elle a évoqué avec humour les manières des uns et des autres sur le terrain. Après avoir réussi le concours du Service archéologique, elle a vécu trois ans et demi en Grèce du Nord, à une époque où, selon elle, les conditions de travail étaient rudimentaires : « A l’époque, une éphorie c’était un simple bureau. Et une fois qu’on était recruté, il nous fallait un certain temps pour comprendre, nous et les Éphories, qui nous étions. »
Ses déplacements se sont poursuivis ensuite vers la Grèce centrale, le Péloponnèse et enfin les Cyclades, dont la nostalgie ne l’avait pas quittée depuis ses années d’étudiante. « Pendant l’année, j’étais très peu chez moi. J’étais sans cesse hors d’Athènes » admet-elle.
Photeini Zapheiropoulou a réussi à surmonter d’importantes difficultés, menant à bien ses recherches dans des régions difficiles d’accès et isolées, tantôt aux frontières, tantôt dans des villages abandonnés des Cyclades. Les transformations politiques qui suivent l’arrivée de la Junte au pouvoir et le développement touristique des Cyclades à partir des années 1960 ne l’ont pas découragée. Sa détermination et son affabilité lui ont attiré le respect de tous, quand bien même, jeune femme, elle se trouvait bien seule dans un environnement masculin :
« Quand ils m’ont envoyé à Evzonoi [Fantassins], dans la banlieue de Thessalonique, à l’époque il y avait vraiment des fantassins là-bas, alors on me charriait à coup de chansonnettes, « Voilà Photeini chez les fantassins ! » Moi j’y allais par nécessité, parce que c’était un site archéologique, et eux me recevaient tous les matins au garde-à-vous. Je venais juste d’être nommée. Mais je m’amusais de ça, je ne l’ai jamais mal pris. »
L’héritage que Photeini laisse derrière elle est immense. Qu’il s’agisse de ce qu’elle a apporté à l’archéologie de la Grèce et en particulier des Cyclades, mais aussi de son caractère, de son amour sincère de l’héritage culturel grec, de sa détermination et de sa persévérance face aux contraintes de son époque, où la carrière d’archéologue était difficile, pour les femmes mais aussi pour les hommes.